- μετάδουπος
- μετάδουπος, ον,A falling at haphazard, indifferent,
ἡμέραι Hes.Op. 823
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἡμέραι Hes.Op. 823
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μετάδουπος — μετάδουπος, ον (Α) αυτός που παρεμπίπτει στην τύχη, στα τυφλά, που συμβαίνει τυχαία, ο αδιάφορος («αἵδε μὲν ἡμέραι εἰσὶν ἐπιχθονίοις μέγ ὀνειαρ, αἱ δ ἄλλαι μετάδουποι, ἀκήριοι», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + δοῦπος «θόρυβος» (πρβλ. αρμασί… … Dictionary of Greek
μεταδούπους — μετάδουπος falling at haphazard masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάδουποι — μετάδουπος falling at haphazard masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)